- βωμολόχος
- -α, -ο (Α βωμολόχος, -ον)αυτός που λέει αισχρά, φτηνά αστείανεοελλ.όποιος χρησιμοποιεί αδιάντροπη γλώσσα με αισχρολογίεςαρχ.1. εκείνος που παραμονεύει στον βωμό για να ζητιανέψει ή να κλέψει κρέας από το σφάγιο της θυσίας2. όποιος χρησιμοποιεί χαμερπείς κολακείες ή πρόστυχα αστεία για να κερδίσει κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < βωμος + λόχος «ενέδρα»].
Dictionary of Greek. 2013.